ξερατό

ξερατό
το
1. ξέρασμα, εμετός, έμεσμα
2. μτφ. οτιδήποτε προκαλεί αηδία, λ.χ. φαγητό, λόγος, συμπεριφορά
3. στον πληθ. τα ξερατά
ναυτ. μικροί ύφαλοι που γίνονται ορατοί μόνον όταν αποτραβιούνται τα νερά ή όταν η θάλασσα είναι ρηχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξερνώ, με αναλογική επίδραση τού εμετός μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *ξερατός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξερατό — το βλ. ξέρασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξέρασμα — το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξερνώ, ο εμετός, το ξερατό 2. συν. στον πληθ. τα ξεράσματα μτφ. λόγια και πράξεις που προκαλούν αηδία («τί ξεράσματα είναι αυτά που μού λές») 3. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός) αντιπαθητικό άτομο. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • έμεσμα — το, ατος ό,τι βγαίνει με τον εμετό, ξέρα σμα, ξερατό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμετός — εμετός, ο και μετός, ο και μετό, το 1. η εξαγωγή του περιεχομένου του στομαχιού από το στόμα, ξέρασμα, ξερατό. 2. η τάση για εμετό, ναυτία, αναγούλα. 3. μτφ., αίσθημα αηδίας από κακόγουστες εξυπνάδες: Μου ρχεται εμετός από τις σαχλαμάρες του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξέρασμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ξερνώ, ο εμετός, αλλ. ξερατό. 2. μτφ., λόγος ανόητος, άχαρος, άνοστος, σαχλός, αηδιαστικός: Δεν μπορώ ν ακούω τα ξεράσματά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”